- καρπιστής
- καρπ-ιστής, οῦ, ὁ,A emancipator, Arr.Epict.3.24.76, 4.1.113.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καρπιστής — καρπιστής, ὁ (Α) [καρπίζω (II)] αυτός που απελευθερώνει δούλο … Dictionary of Greek
καρπιστής — emancipator masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρπιστοῦ — καρπιστής emancipator masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρπιστήν — καρπιστής emancipator masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρπιστικός — καρπιστικός, ή, όν (Α) [καρπιστής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε απελευθέρωση δούλου 2. (για απόφαση) απαλλακτικός … Dictionary of Greek